- τοιχοπυργίσκος
- τοιχο-πυργίσκος, ὁ,A cupboard in a wall, armarium, EM147.5 (v.l. -πυργίους).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοιχοπυργίσκος — ὁ, Α σκευοφυλάκιο ή ερμάριο κατασκευασμένο σε τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + πυργίσκος «σκευοφυλάκιο»] … Dictionary of Greek
τοιχοπυργίσκους — τοιχοπυργίσκος cupboard in a wall masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)